ἑταιρικοῦ

ἑταιρικοῦ
ἑταιρικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… …   Dictionary of Greek

  • αποθεματικό — To μέρος των καθαρών κερδών που δεν διανέμεται στους μετόχους αλλά παραμένει στην επιχείρηση για να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά. Το α. είναι τακτικό ή νόμιμο, όταν επιβάλλεται από ρητή διάταξη του νόμου, ή έκτακτο, όταν σχηματίζεται με βάση διάταξη …   Dictionary of Greek

  • εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαίο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • συνεισφορά — η, ΝΜΑ [συνεισφέρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνεισφέρω, η από κοινού εισφορά νεοελλ. 1. (νομ.) τα περιουσιακά στοιχεία που συνεισφέρει καθένας από τους συνεταίρους για τον απαρτισμό τού εταιρικού κεφαλαίου 2. (ναυτ. δίκ.) ο θεσμός τής… …   Dictionary of Greek

  • συνεισφορά — η 1. προσφορά χρημάτων ή άλλου πράγματος που κάνει κάποιος μαζί με άλλους για έναν κοινό σκοπό, συμβολή: Η συνεισφορά του στην αποκατάσταση των προσφύγων υπήρξε σημαντική. 2. ό,τι προσφέρει κάθε εταίρος για το σχηματισμό του εταιρικού κεφαλαίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”